- καταναλίσκεται
- κατανᾱλίσκεται , καταναλίσκωuse uppres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναισίμωμα — ἀναισίμωμα, το (Α) [ἀναισιμῶ] αυτό που καταναλίσκεται, που ξοδεύεται, η δαπάνη … Dictionary of Greek
εσωτερικός — ή, ό (ΑΜ ἐσωτερικός, ή, όν) [εσώτερος] αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει μέσα σε κάτι (α. «ἐσωτερικὸν ἔνδυμα» β. «εσωτερική διακόσμηση τού σπιτιού») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εσωτερικό… … Dictionary of Greek
κατανάλωμα — κατανάλωμα, τὸ (Α) [καταναλίσκω] αυτό που καταναλίσκεται, αυτό που δαπανάται … Dictionary of Greek
χρονοβόρος — α, ο, Ν αυτός που απαιτεί πολύ χρόνο, αυτός για τον οποίο καταναλίσκεται πολύς χρόνος (α. «χρονοβόρα εργασία» β. «χρονοβόρο έργο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος] … Dictionary of Greek
Θερμοχημεία ή χημική θερμοδυναμική — Τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ της χημικής και της θερμικής ενέργειας κατά τις χημικές αντιδράσεις. Οι σχέσεις αυτές βασίζονται στους νόμους της διατήρησης της ενέργειας, η οποία στηρίζεται στη γενική υπόθεση ότι η… … Dictionary of Greek
Μίτσελ, Πίτερ — (Peter Mitchell, 1925 – 1992). Βρετανός βιολόγος και χημικός. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 εργάστηκε σαν ερευνητής στο τμήμα ζωολογίας του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Μπόντμιν της Κορνουάλης (Δ. Αγγλία), σε… … Dictionary of Greek